- αρχύτερος
- -η, -ο1. ο προγενέστερος2. επίρρ. αρχύτεραπιο γρήγορα, νωρίτερα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή + -ύτερος (πρβλ. κοντύτερος, μεγαλύτερος, πρωτύτερος), κατάλ. συγκρ. επιθ. από συγκριτικά επίθετα σε -υς (πρβλ. βαθύς -βαθύτερος, βαρύς -βαρύτερος, γλυκύς -γλυκύτερος, παχύς -παχύτερος κ.ά.].
Dictionary of Greek. 2013.